- προπλειοπίθηκος
- ο, Ν(παλαιοντ. -ανθρωπολ.) απολιθωμένο γένος μικρών πρωτόγονων ανθρωποειδών, που χρονολογείται από το κατώτερο ολιγόκαινο τής Αιγύπτου και που σύμφωνα με ορισμένη άποψη, μη επιβεβαιωμένη πλήρως, μπορεί να αποτελεί πρόγονο τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propliopithecus (< προ-* + πλειοπίθηκος*)].
Dictionary of Greek. 2013.